- παρακροώμαι
- -άομαι, ΜΑ(μσγ.) ακούω κατά τύχη, τυχαίααρχ.απειθώ, παρακούω.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἀκροῶμαι «ακούω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρακροατής — ὁ, Α [παρακροώμαι] 1. αυτός που ακούει κάτι εσφαλμένα 2. απειθής, ανυπάκουος … Dictionary of Greek
παρακρόασις — άσεως, ἡ, ΜΑ [παρακροώμαι] μσν. ακρόαση αρχ. 1. επιπόλαιη, εσφαλμένη ακρόαση 2. απείθεια, ανυπακοή … Dictionary of Greek